- δεξιόπλοκος
- δεξιόπλοκος, -ο(για σχοινιά, νήματα κ.τ.ό.) ο στριμμένος προς τα δεξιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -πλοκος < πλέκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον τών Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά και Φιλ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.